αβίγλιστος

αβίγλιστος
-η, -ο [βιγλίζω]
αυτός που δεν φρουρείται από βίγλα, σκοπιά, αφρούρητος, αφύλαχτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβίγλιστος — η, ο αφρούρητος, αφύλαχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”